- χλιαίνω
- (αόρ. εχλίανα, ηοθ. αόρ. εχλιάνθην) μετ. подогревать, разогревать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
χλιαίνω — χλῑαίνω , χλιαίνω warm pres subj act 1st sg χλῑαίνω , χλιαίνω warm pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαίνω — χλίανα, χλιά(ν)θηκα, για τα υγρά, θερμαίνω λίγο, κάνω κάτι χλιαρό: Χλίανε το νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλιαίνετ' — χλῑαίνετε , χλιαίνω warm pres imperat act 2nd pl χλῑαίνετε , χλιαίνω warm pres ind act 2nd pl χλῑαίνεται , χλιαίνω warm pres ind mp 3rd sg χλῑαίνετο , χλιαίνω warm imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) χλῑαίνετε , χλιαίνω warm imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαίνῃ — χλῑαίνῃ , χλιαίνω warm pres subj mp 2nd sg χλῑαίνῃ , χλιαίνω warm pres ind mp 2nd sg χλῑαίνῃ , χλιαίνω warm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχλιαίνω — Α [χλιαίνω] χλιαίνω, καθιστώ κάτι χλιαρό προηγουμένως … Dictionary of Greek
φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… … Dictionary of Greek
χλίανση — η / χλίανσις, άνσεως, ΝΜ [χλιαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χλιαίνω … Dictionary of Greek
χλίω — Α 1. χλιαίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός 3. μτφ. χλιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] … Dictionary of Greek
χλιάζω — Α χλιαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι του ρ. χλιαίνω, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek